δαφνέλαιο

δαφνέλαιο
Λιπαρή ουσία που εξάγεται κατά την έκθλιψη των νωπών καρπών της δάφνης της ευγενούς.Είναι υγρό με κιτρινοπράσινο χρώμα, ευχάριστη οσμή και πικρή γεύση. Έχει ειδικό βάρος 0,932-0,953 gr/cm3, σημείο τήξης περίπου 36° και πήζει στους 24°C. Το δ. είναι μείγμα δύο ελαίων: του κιτρινοπράσινου ελαίου που προέρχεται από τη σάρκα του καρπού της δάφνης και του βουτυρώδους κιτρινωπού, με πολύ λιγότερη ευωδιά, ελαίου του πυρήνα. Περιέχει λαυρικό οξύ (περ. 40%), αιθέριο έλαιο (3%) και μικρή ποσότητα από στερίνες, οξικούς αστέρες και άλλες ουσίες. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική για την παρασκευή αλοιφών για εντριβές, στην κτηνιατρική και στη σαπωνοποιία, γιατί σαπωνοποιείται εύκολα και δίνει σαπούνι καλής ποιότητας, κατάλληλο για την καταπολέμηση διαφόρων δερματοπαθειών.
* * *
το (AM δαφνέλαιον)
λάδι που βγαίνει με συμπίεση από τους καρπούς τής δάφνης
νεοελλ.
λιπαρή ουσία που εξάγεται από τους καρπούς τής δάφνης τής ευγενούς με συμπίεση και βράσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαφνέλαιο — το λάδι που βγαίνει από τους καρπούς της δάφνης, δαφνόλαδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • δαφνόλαδο — το το δαφνέλαιο …   Dictionary of Greek

  • δαφνόλαδο — το το δαφνέλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”